Ναυάγιο ύστερης κλασικής περιόδου
Σκάντζουρα
Κοντά στη νήσο Σκάντζουρα, εντοπίστηκε ένα ναυάγιο της ύστερης κλασικής περιόδου. Το εύρημα προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για τη ναυσιπλοΐα και το εμπόριο στο Αιγαίο κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., φωτίζοντας πτυχές της θαλάσσιας ζωής και των εμπορικών δικτύων της εποχής.
Το ναυάγιο και οι εμπορικές διαδρομές της αρχαιότητας
Η ανακάλυψη του ναυαγίου κοντά στη νήσο Σκάντζουρα το 2008 βασίστηκε σε προφορικές μαρτυρίες κατοίκων της Αλοννήσου. Η αρχαιολογική έρευνα αποκάλυψε ένα πλούσιο φορτίο από αμφορείς και επιτραπέζια αγγεία, που μαρτυρούν εμπορικές σχέσεις με περιοχές όπως η Θάσος, η Μένδη και η Μαύρη Θάλασσα.
Παρά τη σύληση που έχει υποστεί, το αρχαίο ναυάγιο στη νήσο Σκάντζουρα παραμένει ένα εξαιρετικό δείγμα αρχαιολογικής μαρτυρίας για το εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα στις Βόρειες Σποράδες κατά την ύστερη κλασική περίοδο.
Η ανακάλυψη
Ήταν το 2008 όταν οι ψίθυροι των κατοίκων της Αλοννήσου άρχισαν να αποκτούν νέο ενδιαφέρον. Για χρόνια μιλούσαν για μικρά αγγεία που είχαν ανασυρθεί από τη θάλασσα, για ένα ναυάγιο που υπήρχε κάπου εκεί κοντά — αλλά κανείς δεν έδειχνε την ακριβή του θέση. Ώσπου ένας από αυτούς, ο Α. Σταματίου, αποφάσισε να μοιραστεί τη γνώση του.
Με τη δική του καθοδήγηση, το κλιμάκιο της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων κατάφερε να εντοπίσει το ναυάγιο: ένα πλοίο της ύστερης κλασικής περιόδου, βυθισμένο σε απόσταση μόλις 110 μέτρα από τις νοτιοδυτικές ακτές της νήσου Σκάντζουρας. Μια σιωπηλή μαρτυρία του αρχαίου εμπορίου, που περίμενε αιώνες για να ξαναβγεί στο φως.
Το πλοίο
Το πλοίο που ναυάγησε κοντά στη νήσο Σκάντζουρα φαίνεται πως αποτελούσε μέρος ενός εμπορικού στόλου που δραστηριοποιούνταν στο Αιγαίο κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. Παρότι η ξύλινη κατασκευή του δεν έχει διασωθεί — εξαιτίας των περιβαλλοντικών συνθηκών και της δράσης αρχαιοκάπηλων — η διάταξη του φορτίου στο βυθό προσφέρει σημαντικές ενδείξεις για το μέγεθός του. Πρόκειται πιθανότατα για πλοίο μεσαίου έως μεγάλου μεγέθους, σχεδιασμένο να μεταφέρει μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων.
Η συγκέντρωση των αμφορέων, σε συνδυασμό με την παρουσία επιτραπέζιων και αποθηκευτικών αγγείων, αποκαλύπτει τη φύση του φορτίου: ποικίλα αγαθά, πιθανώς κρασί και άλλα προϊόντα, που προορίζονταν για εμπορικούς σταθμούς στο Αιγαίο και τη Μαύρη Θάλασσα. Το ναυάγιο αυτό αποτελεί ένα πολύτιμο τεκμήριο της εμπορικής δραστηριότητας και των θαλάσσιων δικτύων της ύστερης κλασικής περιόδου.
Το φορτίο
Το φορτίο του ναυαγίου είναι διάσπαρτο στο πρανές της βραχώδους ακτής, καλύπτοντας τον βυθό σε βάθος από -29 έως -38 μέτρα. Η συνολική έκταση που καταλαμβάνει ανέρχεται σε περίπου 27×12,5 μέτρα και αποτελείται κυρίως από αμφορείς, οι οποίοι βρίσκονται συγκεντρωμένοι σε διαφορετικά σημεία.
Στο ανατολικό, ρηχότερο τμήμα του ναυαγίου κυριαρχεί μια μεγάλη συστάδα πακτωμένων αμφορέων, στην οποία εντοπίζονται κυρίως αμφορείς των τύπων Θάσου, Μένδης και Solocha I. Δυτικότερα, βρίσκεται μια δεύτερη, μικρότερη συστάδα, ενώ διακρίνονται και άλλες, σχεδόν κατεστραμμένες, εξαιτίας της δράσης αρχαιοκάπηλων. Μεμονωμένα ευρήματα αμφορέων συναντώνται έως το βάθος των -38,5 μέτρων, ακολουθώντας την κλίση του βραχώδους πυθμένα και τις αμμώδεις περιοχές που σχηματίζονται ανάμεσα στους αναβαθμούς του βυθού.
Διάσπαρτα ανάμεσα στους αμφορείς, ιδιαίτερα στα δυτικά της πρώτης συστάδας, εντοπίζονται αττικά αγγεία, τόσο επιτραπέζια όσο και αποθηκευτικά. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν σκύφοι τύπου Α, καθώς και αγγεία όπως ασκοί τύπου Guttus, κάνθαροι, κύλικες, κυάθια, πινάκια, λήκυθοι και λύχνοι. Στα μαγειρικά και αποθηκευτικά αγγεία περιλαμβάνονται επίσης χύτρες, ένας κάδος και όστρακα μεγάλων πίθων. Εντοπίζονται, επίσης, μολύβδινα τεμάχια διαφόρων τύπων, διάσπαρτα στον βυθό.
Η Μένδη, αποικία της Ερέτριας στις δυτικές ακτές της Χαλκιδικής, ήταν φημισμένη ήδη από την αρχαιότητα για την παραγωγή του εξαιρετικής ποιότητας κρασιού της, το οποίο αναφέρεται και σε αρχαίες πηγές, όπως στον Αθήναιο και τον Δημοσθένη. Ο οίνος της Μένδης εξαγόταν σε όλο το Αιγαίο και τη Μεσόγειο, συμβάλλοντας καθοριστικά στην οικονομική ευημερία της πόλης.
Οι οξυπύθμενοι αμφορείς τύπου «Μένδης» αποτέλεσαν το κύριο εξαγωγικό αγγείο της περιοχής και είναι από τους πιο διαδεδομένους εμπορικούς αμφορείς του 5ου αι. π.Χ. Χαρακτηρίζονται από την επιμήκη μορφή, τον στενό λαιμό, τα καμπύλα τοιχώματα και τη μυτερή βάση, στοιχεία που εξυπηρετούσαν τη σταθερή φόρτωση στα αμπάρια των πλοίων και τη μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων υγρών προϊόντων.
Η νήσος Πεπάρηθος (σημερινή Σκόπελος) αποκαλείται στις αρχαίες πηγές «εύβροτης», δηλαδή, περιοχή που έχει άφθονα και καλά σταφύλια. Δημιούργησε έναν αμφορέα με δικά της χαρακτηριστικά που έχει βρεθεί σε πολλές περιοχές του Αιγαίου, αλλά και του Εύξεινου Πόντου.
Ο τύπος των αγγείων αυτών ανήκει στην κατηγορία των εμπορικών αμφορέων που, λόγω του σχήματος, οι αρχαιολόγοι τους ονομάζουν οξυπύθμενους, δηλαδή αμφορείς με οξεία βάση. Η εργονομική αυτή βάση προσέδιδε ευκολία στον χειρισμό του αγγείου, αντοχή στις καταπονήσεις, αλλά το κυριότερο, μέγιστη εκμετάλλευση του διαθέσιμου αποθηκευτικού χώρου του πλοίου, καθώς επέτρεπε τη φόρτωση των αμφορέων σε επάλληλες στρώσεις, χωρίς να δημιουργούνται μεγάλα κενά μεταξύ τους. Ταυτόχρονα, το φορτίο αποκτούσε μεγαλύτερη συνοχή μειώνοντας την πιθανότητα μετατόπισης που μπορούσε να προκαλέσει επικίνδυνη κλίση του πλοίου.
Ο τύπος αμφορέα γνωστός ως Solocha I οφείλει την ονομασία του στον τάφο Solocha στη βόρεια περιοχή του Εύξεινου Πόντου, όπου αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά. Πρόκειται για αμφορείς παραγωγής των ελληνικών αποικιών της Μικράς Ασίας και του Εύξεινου Πόντου, κυρίως της Ηράκλειας Ποντικής και της Σινώπης, οι οποίοι χρονολογούνται στον ύστερο 5ο και 4ο αι. π.Χ. Χρησιμοποιούνταν κυρίως για τη μεταφορά κρασιού, αλλά και άλλων αγροτικών προϊόντων.
Οι Solocha I χαρακτηρίζονται από τον σχετικά επιμήκη λαιμό, τα λεπτά τοιχώματα και την οξυπύθμενη βάση, στοιχεία που τους καθιστούσαν ιδανικούς για θαλάσσιες μεταφορές σε μακρινές αποστάσεις. Η συμμετοχή τέτοιων αμφορέων στο φορτίο του ναυαγίου στα Σκάντζουρα μαρτυρεί τη διακίνηση προϊόντων υψηλής αξίας σε ένα διεθνές δίκτυο ανταλλαγών.
Η Θάσος υπήρξε από τα σημαντικότερα κέντρα παραγωγής και εμπορίας οίνου στο βόρειο Αιγαίο ήδη από τον 6ο αι. π.Χ. Οι αμφορείς της διακρίνονται εύκολα από τη χαρακτηριστική μορφή τους, με σχετικά φαρδύ σώμα, βραχύ λαιμό και οξυπύθμενη βάση. Πολλοί φέρουν σφραγίσματα με ονόματα επώνυμων αρχόντων ή εργαστηρίων, τα οποία αποτελούν πολύτιμες μαρτυρίες για τη χρονολόγηση και την οργάνωση της παραγωγής στο νησί.
Ο θασίτικος οίνος, φημισμένος για την ποιότητά του, εξαγόταν σε ολόκληρο το Αιγαίο και τη Μεσόγειο, φτάνοντας μέχρι τον Εύξεινο Πόντο.
Οι ασκοί τύπου Guttus αποτελούν μικρά αγγεία που χρησιμοποιούνταν για τη μετάγγιση και την έκχυση υγρών, κυρίως κρασιού ή λαδιού, σε μικρές ποσότητες. Ο όρος guttus προέρχεται από τη λατινική λέξη gutta («σταγόνα»), υποδηλώνοντας τη λειτουργία τους ως σκευών ελεγχόμενης ροής. Εμφανίζονται ευρέως στον ελλαδικό χώρο από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. και κατά τον 4ο αι. π.Χ. αποτελούν συνήθη ευρήματα τόσο σε οικιστικά όσο και σε ταφικά συμφραζόμενα.
Οι gutti έχουν συνήθως στρογγυλό σώμα, χαμηλό προφίλ, στενό στόμιο και μια ή δύο λαβές. Συχνά φέρουν διακοσμήσεις ή ανάγλυφα μοτίβα, ενδεικτικά της εργαστηριακής προέλευσής τους. Η παρουσία τέτοιων σκευών στο ναυάγιο των Σκάντζουρων πιθανότατα συνδέεται με τον εξοπλισμό του πληρώματος ή με εμπορικό φορτίο μικρής αξίας, που συμπλήρωνε τη μεταφορά των αμφορέων κρασιού.
Αποκαλύφθηκαν, τέλος, μικρά αγγεία, όπως κυάθια, κάνθαροι, σκύφοι και πρόχοι της κλασικής εποχής, που πιθανότατα ανήκουν σε σκεύη συμποσίου του πληρώματος. Τα αγγεία αυτά, συχνά κατασκευασμένα από λεπτό πηλό και προσεκτικά διακοσμημένα, αποτελούν πολύτιμες μαρτυρίες για τις συνήθειες και την καθημερινή ζωή των ναυτικών.
Οι gutti έχουν συνήθως στρογγυλό σώμα, χαμηλό προφίλ, στενό στόμιο και μια ή δύο λαβές. Συχνά φέρουν διακοσμήσεις ή ανάγλυφα μοτίβα, ενδεικτικά της εργαστηριακής προέλευσής τους. Η παρουσία τέτοιων σκευών στο ναυάγιο των Σκάντζουρων πιθανότατα συνδέεται με τον εξοπλισμό του πληρώματος ή με εμπορικό φορτίο μικρής αξίας, που συμπλήρωνε τη μεταφορά των αμφορέων κρασιού.

Βιβλιογραφία & πρόσθετες πληροφορίες
- Πρέκα – Αλεξανδρή, Κ. (2007). Το έργο της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων, ΑΔ 62, Χρονικά, Αθήνα: ΤΑΠΑ, 1415 – 1428.
- Πρέκα – Αλεξανδρή, Κ. (2008). Το έργο της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων, ΑΔ 63, Χρονικά, Αθήνα: ΤΑΠΑ, 1394 – 1405.
- Πρέκα – Αλεξανδρή, Κ. (2009). Προκαταρκτική ενάλια αρχαιολογική έρευνα στην Σκάνδιρα (Σκάντζουρα Β. Σποράδων), Αρχαιολογικό ‘Εργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδος 3, Βόλος: ΥΠΠΟΤ, Πανεπιστήμιο Θέσσαλίας, 709 -717.
- Πρέκα – Αλεξανδρή, Κ. (2018). Πτυχές του έργου της ΕΕΑ και προκαταρκτική έρευνα του ναυαγίου στα Σκάνδιρα των Β. Σποράδων, στο Α. Σίμωσι (επιμ.), Βουτιά στα περασμένα η Υποβρύχια Αρχαιολογική Έρευνα, 1976 – 2014, Αθήνα: ΤΑΠΑ, 174 – 184.
- Ταγωνίδου, Αικ. (2018). Τα ναυάγια του Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου Αλοννήσου Βορείων Σποράδων, στο Α. Σίμωσι (επιμ.), Βουτιά στα περασμένα η Υποβρύχια Αρχαιολογική Έρευνα, 1976 – 2014, Αθήνα: ΤΑΠΑ, 164-166.



















