Κατάλοιπα ναυαγίων κυρίως βυζαντινής περιόδου

Γλάρος

Το ακρωτήριο του Γλάρου, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική είσοδο του Παγασητικού κόλπου, αποτελεί έναν σημαντικό ενάλιο αρχαιολογικό χώρο, ο οποίος συχνά χαρακτηρίζεται ως «νεκροταφείο ναυαγίων». Η θέση αυτή είναι στρατηγικής σημασίας, καθώς το ακρωτήριο λειτουργούσε ως σημείο κατευθυντήριας εισόδου στον Παγασητικό κόλπο.

Στην περιοχή έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα από τουλάχιστον τέσσερα πλοία διαφορετικών περιόδων. Συγκεκριμένα, έχουν αναγνωριστεί τα ναυάγια ενός ελληνιστικού πλοίου, ενός ρωμαϊκού και δύο βυζαντινών πλοίων. Τα ευρήματα περιλαμβάνουν πλήθος από αγγεία και εμπορικούς αμφορείς, που αποτελούσαν το κύριο φορτίο των πλοίων, καθώς και ένα εντυπωσιακό σύνολο από άγκυρες διαφόρων τύπων και εποχών, οι οποίες αποκαλύπτουν την εξέλιξη της ναυπηγικής και των ναυτικών πρακτικών ανά τους αιώνες.

Τύπος πλοίων: Εμπορικά (αμφορείς & άγκυρες)
Χρονολογία: 12ος-13ος αιώνας μ.Χ.
Βάθος: -10 έως -27 μέτρα
Κατάλληλο για: Ελεύθερους & αυτόνομους δύτες

Ανακαλύψεις στον βυθό του Γλάρου: Άγκυρες, αμφορείς και ιστορίες από την εποχή του βυζαντίου

Ο ΕΕΑΧ Γλάρου βρίσκεται στη ΒΔ πλευρά του ομώνυμου ακρωτηρίου, το οποίο εκτείνεται στις ΝΔ ακτές του Παγασητικού κόλπου, στη Σούρπη Μαγνησίας, διαμορφώνοντας έναν μεγάλο και αρκετά προστατευμένο από καιρικές συνθήκες όρμο – τον όρμο Νηές. Ο ΕΕΑΧ καταλαμβάνει έκταση 2.000 τ.μ, περίπου, με μέγιστο βάθος τα -27μ. και αποτελεί τμήμα του κηρυγμένου ενάλιου αρχαιολογικού χώρου Γλάρου που συμπεριλαμβάνει τη βόρεια και ανατολική ακτή του ακρωτηρίου (ΦΕΚ 1028/Β/2004 & ΦΕΚ 270/ΑΑΠ/2014).

Το ακρωτήρι Γλάρος χαρακτηρίζεται από έναν λόφο με πυκνή χαμηλή βλάστηση που καταλήγει σε απρόσιτες, βραχώδεις ακτές. Τα πρανή του εξακολουθούν κάτω από το επίπεδο της θάλασσας με αρκετά έντονη κλίση, και συναντούν τον αμμώδη πυθμένα σε βάθη μεγαλύτερα των -20μ.
Η θέση του στην είσοδο του όρμου Νηές, αλλά και κοντά στην είσοδο του Παγασητικού κόλπου, ασφαλώς καθιστούσε συχνό τον περίπλου του ακρωτηρίου του Γλάρου από τα αρχαία και βυζαντινά εμπορικά πλοία.

Μάρτυρες αυτής της δραστηριότητας και γενικά της ναυσιπλοΐας της περιοχής, αλλά και των κινδύνων που συνεπαγόταν, αποτελούν τα κατάλοιπα αρχαίων ναυαγίων, διαφορετικών περιόδων, γεγονός που έχει προσδώσει στο ακρωτήρι του Γλάρου τον χαρακτηρισμό «νεκροταφείο αρχαίων ναυαγίων». Συγκεκριμένα, έχουν αναγνωριστεί τουλάχιστον 4 ναυάγια ελληνιστικών, ρωμαϊκών και βυζαντινών χρόνων. Τα ευρήματα περιλαμβάνουν πλήθος εμπορικών αμφορέων και ένα εντυπωσιακό σύνολο αγκυρών, διαφόρων τύπων, χαρακτηριστικών της εξέλιξης του απαραίτητου αυτού ναυτικού εξαρτήματος από την προϊστορική έως και τη βυζαντινή εποχή.

Η έρευνα

Στη θαλάσσια περιοχή του ΕΕΑΧ και γενικά του ακρωτηρίου Γλάρου, το ΙΕΝΑΕ υπό την εποπτεία της ΕΕΑ και τη διεύθυνση του καταδυόμενου αρχαιολόγου Ηλία Σπονδύλη, πραγματοποίησε υποβρύχια αναγνωριστική έρευνα κατά τα έτη 2005-2006, 2008 και 2014-2015. Αποτέλεσμα υπήρξε ο εντοπισμός και η τεκμηρίωση καταλοίπων αρχαίων και βυζαντινών πλοίων.

Στα ευρήματα συγκαταλέγονται άγκυρες και αμφορείς διαφόρων τύπων και περιόδων, ωστόσο τα πλέον σημαντικά χρονολογούνται στο τέλος της Μέση Βυζαντινή εποχή (12ος αι.), με πιο εντυπωσιακά τις μεγάλες σιδερένιες άγκυρες που μάλιστα αποτελούν το μεγαλύτερο εντοπισμένο ανάλογο σύνολο στην Ελλάδα.

Οι άγκυρες

Οι άγκυρες που έχουν εντοπισθεί στον ΕΕΑΧ Γλάρου ξεπερνούν τις είκοσι και ανήκουν σε τέσσερις γνωστούς τύπους αρχαίων αγκυρών που αντιπροσωπεύουν σημαντικά στάδια της εξέλιξης ενός εξαρτήματος τόσο απαραίτητου για την ασφάλεια κάθε πλοίου.

Ο α΄ και αρχαιότερος τύπος ανήκει στον τύπο της τριγωνικής (ή τραπεζοειδούς) λίθινης άγκυρας με οπές, μία για το σχοινί και δύο για τη στερέωση ξύλινων άγκυστρων (νύχια). Ο τύπος αυτός εμφανίζεται τουλάχιστον από τη 2η χιλιετία π.Χ. και πιθανόν αντιστοιχεί στον όρο «ευνή» που αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα. Παρά την καθιέρωση πιο εξελιγμένων τεχνολογικά αγκυρών από τα αρχαϊκά χρόνια και έπειτα, η χρήση της άγκυρας αυτής συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας και του μεσαίωνα, ενώ βεβαιώνεται ακόμα και στον 20ο αι.! Στον ΕΕΑΧ γλάρου έχουν εντοπισθεί 2 δείγματα αυτού του τύπου, αλλά καθώς δε σχετίζονται με άλλα ευρήματα η χρονολόγησή τους παραμένει αβέβαιη.

Ο β΄ τύπος ανήκει στον τύπο της ξύλινης άγκυρας με λίθινο στύπο -το οριζόντιο στέλεχος που εξασφαλίζει την αποτελεσματική στάση της άγκυρας στον πυθμένα. Ο εξελιγμένος αυτός τύπος εμφανίζεται στην αρχαϊκή εποχή (περίπου στα μέσα του 7ου αι.π.Χ) και φέρει όλα τα μορφολογικά χαρακτηριστικά που θα καθιερωθούν στη γνωστή μορφή της άγκυρας έως και τους νεώτερους χρόνους. Καθώς τα υπόλοιπα μέρη της άγκυρας ήταν ξύλινα και συνεπώς δε διατηρήθηκαν στο υποβρύχιο περιβάλλον, το μόνο ίχνος που μαρτυρεί την παρουσία τους στον πυθμένα είναι ο λίθινος στύπος τους. Στον ΕΕΑΧ Γλάρου έχουν εντοπισθεί 4 λίθινοι στύποι.

Ο γ΄ και δ΄ τύπος ανήκουν στο τελευταίο εξελικτικό στάδιο των αρχαίων και μεσαιωνικών αγκυρών που είναι οι σιδερένιες. Αν και η κατασκευή τους μαρτυρείται ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. (Ηρόδοτος), η χρήση τους θα γενικευθεί από τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες (2ος -3ος αι) και έπειτα. Από τους έξι (6) κύριους τύπους στους οποίους κατατάσσονται τυπολογικά οι σιδερένιες άγκυρες σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ταξινόμηση (Haldane), στον Γλάρο αντιπροσωπεύονται οι δύο τελευταίοι χρονολογικά, σχήματος Τ και Υ αντίστοιχα. Άγκυρες σχήματος Τ χρησιμοποιούνται ήδη από τον 7ο αι. (ναυάγιο Jassi Ada), ενώ οι άγκυρες σχήματος Υ φαίνεται ότι εμφανίζονται κατά τον 10ο αι. Σίγουρα, πάντως, βρίσκονται σε χρήση στις αρχές του 11ου αι., όπως έδειξε το καλά χρονολογημένο ναυάγιο στο Serce Limani (1025).

Νεώτερες έρευνες κατέδειξαν ότι οι δύο τύποι ανευρίσκονται μαζί σε πλοία του τέλους της μέσης βυζαντινής περιόδου, διαπίστωση που ενισχύουν οι άγκυρες στον Γλάρο, καθώς φαίνεται να ανήκουν σε ένα ναυάγιο εμπορικού πλοίου που μετέφερε βυζαντινούς αμφορείς του 12ου αι.

Στον ΕΕΑΧ Γλάρου έχουν εντοπισθεί 18 σιδερένιες άγκυρες που συνιστούν το μεγαλύτερο σύνολο στην Ελλάδα. Οι περισσότερες σώζουν το μεγαλύτερο τμήμα τους (εκτός από τους στύπους), αλλά παρουσιάζουν έντονη διάβρωση και η επιφάνειά τους καλύπτεται εξολοκλήρου από βιογενείς επικαθήσεις.

Το μέγεθός τους προσιδιάζει σε εμπορικό πλοίο μεγάλου μεγέθους.

Σχηματίζουν δύο κύριες συγκεντρώσεις, σε απόσταση 50μ. περίπου, μέτρων, ωστόσο θα μπορούσαν να ανήκουν στο ίδιο πλοίο, καθώς γνωρίζουμε ότι τα πλοία της εποχής ήταν εξοπλισμένα με πολλές άγκυρες, ώστε να μπορούν να αναπληρώνουν όσες χάνονται ή εγκαταλείπονται σκόπιμα.

Οι αμφορείς

Μέχρι και την οριστική επικράτηση των ξύλινων βαρελιών που, τουλάχιστον στην ανατολική μεσόγειο, συμβαίνει κατά τον 14ο αι. μ.Χ. (στο τέλος της βυζαντινής εποχής), το κύριο δοχείο για την αποθήκευση και μεταφορά προϊόντων – ιδιαίτερα υγρών – αποτελούσαν οι πήλινοι εμπορικοί αμφορείς. Οι αμφορείς αυτοί διακρίνονται για τη μεγάλη τους χωρητικότητα, την ακόσμητη και γενικά λιγότερο επιμελημένη όψη τους, και τη χαρακτηριστική οξεία απόληξη της βάσης τους (εξού και η ονομασία οξυπύθμενοι) που εξυπηρετούσε ιδιαίτερα τη φόρτωση και ασφαλή μεταφορά τους στα αμπάρια των πλοίων. Κατά τη βυζαντινή περίοδο ως συνώνυμο του όρου «αμφορέας» επικράτησε ο όρος «μαγαρικόν» που συναντάται από τον 6ο- 7ο αι. Η λέξη αποτελεί παραφθορά του «Μεγαρικός», ο οποίος, αρχικά, δήλωνε αμφορέα με σαφή τόπο προέλευσης, αλλά στη συνέχεια έφτασε να σημαίνει οποιονδήποτε αμφορέα.

Στον ΕΕΑΧ Γλάρου έχει εντοπισθεί πληθώρα εμπορικών αμφορέων που κατέληξαν στον πυθμένα από ναυαγισμένα πλοία ή ακόμα και επειδή απλώς απορρίφθηκαν από τα παραπλέοντα σκάφη (συνήθως πρόκειται για μεμονωμένα ευρήματα).

Τα αρχαιότερα δείγματα αμφορέων του Γλάρου χρονολογούνται από τα τέλη 3ου έως τα μέσα 2ου αι π.Χ. (ελληνιστική εποχή), ορισμένα από τα τέλη του 1ου έως τις αρχές 2ου αι. π.Χ. (πρώιμη ρωμαϊκή περίοδο) και άλλα στον 4ο έως 6ο αι. μ.Χ. (ύστερη ρωμαϊκή περίοδο). Οι περίοδοι αυτές, ωστόσο, αντιπροσωπεύονται από λίγα δείγματα.

Οι περισσότεροι αμφορείς χρονολογούνται στον 12ο αι. στο τέλος, δηλαδή, της Μέσης βυζαντινής εποχής. Μολονότι δεν έχουν διατηρήσει τη διάταξη που θα είχαν φορτωμένοι και είναι θραυσμένοι στην πλειοψηφία τους, η πυκνότητά τους υποδεικνύει ότι αποτελούσαν φορτίο ενός (τουλάχιστον) ναυαγίου της εποχής αυτής, όπως άλλωστε συνηγορούν και οι σιδερένιες άγκυρες κοντά στις οποίες ανευρίσκονται.

Διακρίνονται σε δύο τύπους αμφορέων που συχνά συνυπάρχουν σε ναυάγια και μάλιστα αποτελούν τα χαρακτηριστικά αγγεία μεταφοράς λαδιού και οίνου κατά τον 12ο αι., με ευρεία διάδοση στην αυτοκρατορία.

Ο πρώτος τύπος ανήκει στην 5η ομάδα Μαγαρικών του Μπακιρτζή, αλλά είναι γνωστός στη βιβλιογραφία και με τα ονόματα Gϋnsenin 3 και Sarachane 61. Πρόκειται για αμφορέα με επίμηκες, σχεδόν ατρακτοειδές σώμα που φέρει οριζόντιες αυλακώσεις, ψηλό, στενό λαιμό και ισχυρές, ψηλές λαβές που υπερβαίνουν αρκετά το στόμιο.

Ο δεύτερος τύπος ταξινομείται στην 6η ομάδα Μαγαρικών Μπακιρτζή, επίσης γνωστός ως Gϋnsenin 4 και Sarachane 62. Χαρακτηρίζεται από ευρύ, σφαιρικό σχεδόν, σώμα χωρίς λαιμό και γωνιώδεις λαβές.

Τριγωνική (ή τραπεζοειδής) λίθινη άγκυρας με οπές, μία για το σχοινί και δύο για τη στερέωση ξύλινων άγκυστρων (νύχια). Ο τύπος αυτός εμφανίζεται τουλάχιστον από τη 2η χιλιετία π.Χ. και πιθανόν αντιστοιχεί στον όρο «ευνή» που αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα.

Ο β΄ τύπος ανήκει στον τύπο της ξύλινης άγκυρας με λίθινο στύπο (το οριζόντιο στέλεχος που εξασφαλίζει την αποτελεσματική στάση της άγκυρας στον πυθμένα).

Ο γ΄ και δ΄ τύπος ανήκουν στο τελευταίο εξελικτικό στάδιο των αρχαίων και μεσαιωνικών αγκυρών που είναι οι σιδερένιες. Από τους έξι (6) κύριους τύπους στους οποίους κατατάσσονται τυπολογικά οι σιδερένιες άγκυρες, στον Γλάρο αντιπροσωπεύονται οι δύο τελευταίοι χρονολογικά, σχήματος Τ και Υ αντίστοιχα.

Βιβλιογραφία & πρόσθετες πληροφορίες

  • Κουτσουφλάκης Γ. 2018: «Αρχαίες άγκυρες από τον βυθό του Νότιου Ευβοϊκού», στο “Βουτιά στα περασμένα Η Υποβρύχια Αρχαιολογική Έρευνα 1976 – 2014”, έκδοση ΥΠΠΟ ΤΑΠ, σ.125-152
  • Haldane D. 1990, «Anchors of Antiquity», The Biblical Archaeologist, Vol. 53, No. 1, An Underwater View of the Ancient World (Mar., 1990), pp. 19-24 Published by: The American Schools of Oriental Research (διαθέσιμο στο διαδίκτυο: Stable URL: https://www.jstor.org/stable/3210149)
  • Demesticha-Spondylis 2011:_LR-Byz. Trade at the Aegean – Pagasitikos Wr. 7 SKYLLIS, σ.37-39.
  • Spondilis, Michalis: ITACA’s Test Case Greece: The Pagasetikos Underwater Archaeological Research at Metohi and Glaros, ΕΝΑΛΙΑ ΧΙII, 2018, σ.90.

Γλάρος,
το ακρωτήρι των ναυαγίων

Επίσκεψη

Καλώς ήρθες στον βυθό του Γλάρου!
Εδώ θα βρεις σημαντικές πληροφορίες για την κατάδυσή σου στα κατάλοιπα ναυαγίων κυρίως βυζαντινής περιόδου!
Η επίσκεψη απευθύνεται αποκλειστικά σε πιστοποιημένους δύτες, οι οποίοι διαθέτουν πτυχίο κατάδυσης που καλύπτει το συγκεκριμένο βάθος (-27μ).

Οι επισκέπτες ακολουθούν προκαθορισμένες υποβρύχιες πορείες με σηματοδοτημένα σημεία-στάσεις, όπου μπορούν να παρατηρήσουν:

  • Αμφορείς μεσοβυζαντινής εποχής (12ος αι. μ.Χ.)
  •  Άγκυρες κυρίως βυζαντινής εποχής

Οι πορείες έχουν σχεδιαστεί με τρόπο που εξασφαλίζει την προστασία του χώρου και την ασφάλεια των δυτών, ανάλογα με το επίπεδο εμπειρίας τους.

Η κατάδυση πραγματοποιείται μόνο μέσω καταδυτικών κέντρων με πιστοποιημένους συνοδούς ΕΕΑΧ. Τα κέντρα είναι υπεύθυνα για:

  • την προετοιμασία των επισκεπτών
  • τη μεταφορά τους στο σημείο
  • την τήρηση των κανόνων ασφαλείας

Ο προγραμματισμός γίνεται σε συνεννόηση με την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων (ΕΕΑ), η οποία εποπτεύει την επίσκεψη.

Η κατάδυση διαρκεί περίπου 35 με 40 λεπτά και πραγματοποιείται σε βάθη που κυμαίνονται από -10 έως -27 μέτρα. Γίνεται πάντα σε οργανωμένες ομάδες, με μέγιστο αριθμό 8 δυτών-επισκεπτών.

Για τους όρους και τις προϋποθέσεις δείτε τον σχετικό Κανονισμό Λειτουργίας.

Απαγορεύεται η επαφή με τα ευρήματα και τον  πυθμένα, καθώς και η απομάκρυνση οποιουδήποτε αντικειμένου από τον χώρο. Μπορείτε να βγάλετε φωτογραφίες και βίντεο, αλλά μόνο για προσωπική χρήση. Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε τη σελίδα “Πληροφορίες για Επισκέπτες”

Το λιμάνι της Αμαλιάπολης έχει οριστεί ως σημείο απόπλου.
Πριν την κατάδυση, ελέγχονται τα απαραίτητα έγγραφα και παρέχεται ενημέρωση από το προσωπικό της ΕΕΑ.
Για όσους δεν καταδύονται, υπάρχει η δυνατότητα εικονικής κατάδυσης (VR) στο Κέντρο Ενημέρωσης Αμαλιάπολης. Το Κέντρο φιλοξενεί και άλλες ψηφιακές εφαρμογές που σχετίζονται με τα ναυάγια της περιοχής.

Ο ΕΕΑΧ Γλάρου είναι ανοικτός στο καταδυτικό κοινό:

  • 15 Ιουνίου – 30 Σεπτεμβρίου
  • Δευτέρα έως Σάββατο: 09:00 – 15:00 (τελευταία κατάδυση 13:30)
  • Κλειστά: Κυριακές και επίσημες αργίες (π.χ. 15 Αυγούστου)

Η είσοδος είναι δωρεάν. Το κόστος της συνοδείας καθορίζεται από τον καταδυτικό πάροχο που θα επιλέξετε.

Διαδικασία
επίσκεψης

Οι ΕΕΑΧ είναι επισκέψιμοι από αυτοδύτες ή ελεύθερους δύτες οι οποίοι ακολουθούν καθοδηγούμενη…

Διαβάστε περισσότερα

Πληροφορίες Για Επισκέπτες

Οι επισκέψεις στους ΕΕΑΧ, βάσει των κανονισμών λειτουργίας που έχουν εκδοθεί…

Διαβάστε περισσότερα

Πληροφορίες Για Καταδυτικά Κέντρα

Οι πάροχοι καταδυτικών υπηρεσιών αναψυχής πρέπει να διαθέτουν συνοδούς κατάδυσης…

Διαβάστε περισσότερα