Ναυάγιο βυζαντινής περιόδου

‘Αγιος Πέτρος (Κυρά Παναγιά)

Το 1970, στον κόλπο του Άγιου Πέτρου στην Κυρά Παναγιά (γνωστή και ως Πελαγονήσι), ανακαλύφθηκε ένα εντυπωσιακό βυζαντινό ναυάγιο που χρονολογείται στα μέσα του 12ου αιώνα μ.Χ. Το πλοίο, με εκτιμώμενες διαστάσεις 25×8 μέτρα και εκτόπισμα τουλάχιστον 100 τόνων, αποτελεί ένα πολύτιμο κομμάτι της ναυτικής ιστορίας του Αιγαίου.

Τύπος πλοίου: Εμπορικό
Χρονολογία: 12ος αιώνας μ.Χ.
Βάθος: -34 έως -40 μ.
Κατάλληλο για: Ελεύθερους & αυτόνομους δύτες

‘Ενα σημαντικό βυζαντινό ναυάγιο

Το 1970 εντοπίστηκε στον κόλπο του Άγιου Πέτρου, στην Κυρά Παναγιά (ή Πελαγονήσι), ένα σημαντικό ναυάγιο βυζαντινών χρόνων, το οποίο χρονολογείται στα μέσα του 12ου αιώνα μ.Χ. Το ναυάγιο είχε αναφερθεί από σφουγγαράδες στις αρχές του 20ού αιώνα και έγινε γνωστό κατά τη δεκαετία του 1960 λόγω υπόθεσης εκτεταμένης σύλησής του από αρχαιοκάπηλους.

Οι διαστάσεις του πλοίου εκτιμήθηκαν στα 25×8 μέτρα, με εκτόπισμα τουλάχιστον 100 τόνων. Το φορτίο του πλοίου περιλάμβανε εμπορικούς αμφορείς, πολυάριθμα εφυαλωμένα πινάκια με περίτεχνη εγχάρακτη διακόσμηση, έξι μυλόπετρες, καθώς και μικρές ποσότητες λυχναριών, αμφορίσκων, πρόχων, πίθων και γυάλινων φιαλιδίων.

Η ανακάλυψη

Προφορικές μαρτυρίες αναφέρουν ότι το βυζαντινό ναυάγιο στον κόλπο του Άγιου Πέτρου εντοπίστηκε στις αρχές του 20ου αι. από σφουγγαράδες, όπως ακριβώς και το κλασσικό ναυάγιο της Φαγκρούς στην είσοδο του ίδιου όρμου. Κατά τη δεκαετία του 1960 απέκτησε έντονη δημοσιότητα, λόγω της υπόθεσης εκτεταμένης σύλησής του από ξένους αρχαιοκάπηλους, η οποία αποκαλύφθηκε με τις κατασχέσεις εξαίρετης ποιότητας βυζαντινών πινακίων του 12ου αιώνα μ.Χ.

Τα γεγονότα αυτά συνέβαλαν στην απόφαση της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων να πραγματοποιήσει υποβρύχια αρχαιολογική έρευνα. Η ανασκαφή πραγματοποιήθηκε υπό τη διεύθυνση των αρχαιολόγων Κατερίνας Ρωμιοπούλου και Χαράλαμπου Κριτζά, σε συνεργασία με τον P. Throckmorton ως τεχνικό διευθυντή, σηματοδοτώντας την πρώτη μεγάλης κλίμακας υποβρύχια αρχαιολογική έρευνα στην Ελλάδα, πριν ακόμη συσταθεί η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1970 και εξελίχθηκε σε δύο φάσεις. Αρχικά, το ναυάγιο αποτυπώθηκε φωτογραφικά με τη δημιουργία φωτομωσαϊκού, ενώ πραγματοποιήθηκαν και δειγματοληπτικές ανελκύσεις. Στη συνέχεια, ανελκύστηκε το μεγαλύτερο μέρος των κεραμικών ευρημάτων και πραγματοποιήθηκαν δύο δοκιμαστικές τομές, οι οποίες αποκάλυψαν διατηρημένα τμήματα της ξυλοκατασκευής του πλοίου, όπως νομείς και πέτσωμα.

Το πλοίο

Το ναυάγιο του Αγίου Πέτρου αποτελεί σημαντική μαρτυρία της βυζαντινής ναυσιπλοΐας και του εμπορίου στην περιοχή του Αιγαίου κατά τον 12ο αιώνα μ.Χ. Από τις διαστάσεις των σωζόμενων τμημάτων, εκτιμάται ότι το πλοίο είχε διαστάσεις 25×8 μέτρα και εκτόπισμα τουλάχιστον 100 τόνων. Κατά την αναγνωριστική έρευνα, βρέθηκε μεγάλο τμήμα του πετσώματος του πλοίου σε καλή κατάσταση.

Το φορτίο

Το φορτίο του πλοίου περιλάμβανε έξι μεγάλες μυλόπετρες από γρανίτη, καθώς και εμπορικούς αμφορείς τύπου Günsenin III, σε δύο παραλλαγές, οι οποίοι αποτελούν έναν από τους πιο διαδεδομένους τύπους της Μέσης και Ύστερης Βυζαντινής περιόδου. Οι ίδιοι αμφορείς έχουν αποδοθεί από τον Μπακιρτζή στην 5η ομάδα μαγαρικών αμφορέων, δείγμα της ευρείας διάδοσης και παραγωγικής ποικιλίας τους.

Επιπλέον, εντοπίστηκαν πάνω από 700 εφυαλωμένα πινάκια με περίτεχνη εγχάρακτη διακόσμηση (sgraffito), με γεωμετρικά σχέδια και παραστάσεις φυτών και ζώων, πραγματικών ή φανταστικών.

Στη σκευή του πλοίου θα μπορούσαν να αποδοθούν αντικείμενα που βρέθηκαν σε μικρότερες ποσότητες, όπως λυχνάρια, αμφορίσκοι, πρόχοι, πίθοι, γυάλινα φυαλώματα, πώματα ευρυστόμων αγγείων και ένας χάλκινος λέβητας (σε κομμάτια). Επιπλέον, σώζονται ίχνη τόσο της αρχαιολογικής έρευνας του 1970, όπως τμήμα της γραμμής περιμέτρου από πολυπροπυλένιο, όσο και της σύλησης που έχει υποστεί το ναυάγιο από αρχαιοκάπηλους, με εμφανείς θραύσεις αμφορέων και πινακίων.

Οι αμφορείς τύπου Günsenin III, γνωστοί και ως «μαγαρικοί» στην ελληνική βιβλιογραφία (ομάδα V κατά Μπακιρτζή), αποτελούν έναν από τους πιο διαδεδομένους τύπους εμπορικών αμφορέων της Μέσης και Ύστερης Βυζαντινής περιόδου. Αποτελούσαν το κύριο μέρος του φορτίου του ναυαγίου του Αγίου Πέτρου.

Οι Günsenin III παρουσιάζουν ποικιλίες ως προς το σχήμα, αλλά διατηρούν κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά, όπως επιμήκες σώμα, στενό λαιμό και δύο κάθετες λαβές.
Φορτία του τύπου αυτού συνήθως εμφανίζονται ομοιογενή, χωρίς την παρουσία άλλων τύπων αμφορέων στο ίδιο πλοίο, γεγονός που υποδηλώνει την οργανωμένη διακίνηση συγκεκριμένων προϊόντων.

Ο τύπος III είναι μακράν ο πιο συνηθισμένος βυζαντινός αμφορέας στο δυτικό Αιγαίο. Η ευρεία κατανομή του σε ναυάγια και ακτές του Αιγαίου καταδεικνύει τον καθοριστικό ρόλο τους στο εμπόριο της εποχής.

Οι κούπες και τα αβαθή πινάκια, τα οποία αποτελούν μέρος ενός ετερογενούς φορτίου, έχουν αποδοθεί με τη λεπτεγχάρακτη τεχνική σε λευκό ή υπόλευκο επίχρισμα. Η διακόσμηση περιορίζεται στο εσωτερικό του αγγείου και αποδίδεται με λεπτές χαράξεις ενώ τα κύρια διακοσμητικά θέματα είναι οι μορφές ζώων που αναπτύσσονται ελεύθερα στον κάμπο ή γεωμετρικά μοτίβα, κυρίως σπείρες που αναπτύσσονται σε μετάλλιο του πυθμένα ή ταινίες περιμετρικά, στα τοιχώματα.

Τα εφυαλωμένα πινάκια με παραστάσεις ζώων — είτε πραγματικών είτε φανταστικών — αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της βυζαντινής κεραμικής του 12ου αιώνα μ.Χ. Χρησιμοποιούνταν πιθανότατα σε τελετουργικά, διακοσμητικά ή χρηστικά πλαίσια και αναδεικνύουν την καλλιτεχνική έκφραση της εποχής. Η ευρεία διάδοση παρόμοιων πινάκων σε περιοχές όπως η Θεσσαλονίκη, η Αθήνα, η Κωνσταντινούπολη και η Κριμαία καταδεικνύει την έντονη κινητικότητα των εμπορικών αγαθών και των καλλιτεχνικών προϊόντων στην Ανατολική Μεσόγειο.

Τα πινάκια με φυτικά μοτίβα αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της βυζαντινής κεραμικής του 12ου αιώνα μ.Χ. Η διακόσμηση τους περιλαμβάνει περίτεχνα ανάγλυφα ή εγχάρακτα σχέδια φυτών, λουλουδιών και κλαδιών, που συνδυάζονται συχνά με γεωμετρικά ή ζωικά στοιχεία. Χρησιμοποιούνταν πιθανότατα για διακοσμητικούς σκοπούς ή σε τελετουργικές πρακτικές, προσφέροντας παράλληλα πρακτική λειτουργικότητα στην καθημερινή ζωή.

Τα πινάκια με γεωμετρικά σχέδια ανήκουν στην ίδια χρονική περίοδο (12ος αι. μ.Χ.) και χαρακτηρίζονται από τη χρήση επαναλαμβανόμενων μοτίβων και προσεκτικής διακόσμησης. Παρά την απλότητα των σχεδίων σε σύγκριση με τα πινάκια με ζώα, η λεπτομερής γεωμετρική διακόσμηση υπογραμμίζει την τεχνογνωσία των κεραμέων και την αισθητική προτίμηση της εποχής.

Το θαλάσσιο εμπόριο στην αρχαιότητα

Κατά την αρχαιότητα, όπως και στη σύγχρονη εποχή, ο κύριος όγκος εμπορικών συναλλαγών στην περιοχή της Μεσογείου πραγματοποιούνταν μέσω θαλάσσης. Η μελέτη των ναυαγίων, και ιδίως του φορτίου τους, αποτελεί θεμελιώδη πηγή πληροφοριών για την κατανόηση των θαλάσσιων εμπορικών δικτύων, των κέντρων παραγωγής και διακίνησης αγαθών, καθώς και των οικονομικών και πολιτισμικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ διαφορετικών περιοχών και πληθυσμών.

Τα εμπορικά πλοία της αρχαιότητας λειτουργούσαν συχνά με τη μορφή κυκλικών ή διαδοχικών διαδρομών, μεταβαίνοντας από λιμάνι σε λιμάνι, όπου εκφόρτωναν, αντάλλασσαν ή αντικαθιστούσαν μέρος του φορτίου τους.

Το μεγαλύτερο μέρος των θαλάσσιων μεταφορών αφορούσε αγαθά διατροφής μεγάλης ζήτησης, όπως δημητριακά (κυρίως σιτάρι), οίνο, ελαιόλαδο, καρπούς, όσπρια, ξύδι και αρωματικά έλαια. Σιτηρά, καρποί, όσπρια μεταφέρονταν μέσα σε πιθάρια, αλλά πιθανόν και σε τσουβάλια από οργανικά υλικά, που δε διατηρήθηκαν στη θάλασσα. Πέρα από τρόφιμα, τα πλοία μετέφεραν και άλλα είδη προς εμπορία, όπως ξυλεία, πετρώματα, μέταλλα και πολύτιμα υλικά, σκεύη σερβιρίσματος ή αποθηκευτικά αγγεία, ακόμα και έργα τέχνης.

Η συσκευασία και μεταφορά των προϊόντων προσαρμοζόταν στη φύση του κάθε εμπορεύματος. Κάποια φορτία μεταφέρονταν χύδην, ενώ άλλα τοποθετούνταν σε σάκους, πίθους ή —κυρίως— σε εμπορικούς αμφορείς. Οι τελευταίοι αποτελούν τυπολογικό δείκτη εξαιρετικής σημασίας για την αρχαιολογική έρευνα, καθώς διαφοροποιούνται ανάλογα με τις εποχές, τις περιοχές και τα εργαστήρια παραγωγής. Το σχήμα, οι διαστάσεις, τα σφραγίσματα, τα χαράγματα και λοιπά διακοσμητικά ή λειτουργικά στοιχεία των αμφορέων λειτουργούσαν ως μέσα ταυτοποίησης της προέλευσης τους.

Οι οξυπύθμενοι αμφορείς είναι τα πιο διαδεδομένα εμπορικά αγγεία. Ζυγίζουν περίπου 8-10 κιλά και έχουν χωρητικότητα 15-25 λίτρα. Είναι ίσως από τα πιο έξυπνα επινοημένα και πρακτικά αγγεία μεταφοράς της αρχαιότητας, καθώς έχουν δύο λαβές που βοηθούν στο κουβάλημα, στενό ψηλό λαιμό και οξεία απόληξη για να στοιβάζονται με ασφάλεια στο αμπάρι.

Βιβλιογραφία & πρόσθετες πληροφορίες

  • Κριτζάς, Χ. (1971). Το Βυζαντινόν Ναυάγιον Πελαγοννήσου – Αλοννήσου, Athens Annals of Archaeology ΙV. 2, 176-182.
  • Κριτζάς, Χ. & Throckmorton, P. (1991). An Odysseus of the Deep, Enalia, Suppl. 2, ΙΕΝΑΕ.
  • Μαυρίκης, Κ. (1997). Άνω Μαγνήτων Νήσοι, 311-317.
  • Μπακιρτζής, X. (2003). Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα, Αθήνα.
  • Ντίνα, A. (1999). Το Βυζαντινό ναυάγιο Πελαγοννήσου Αλοννήσου, 122-142 στο Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή (επιμ.), Βυζαντινά Εφυαλωμένα Κεραμικά, Αθήνα 1999.
  • Ταγωνίδου, Αικ. (2018). Τα ναυάγια του Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου Αλοννήσου Βορείων Σποράδων, στο Α. Σίμωσι (επιμ.), Βουτιά στα περασμένα η Υποβρύχια Αρχαιολογική Έρευνα, 1976 – 2014, Αθήνα: ΤΑΠΑ, 159-161.
  • Ioannidaki-Dostoglou, E. (1989). “Les vases de l’épave byzantine de Pélagonèse Halonnèse,” in Déroche & Spieser 1989, pp. 157–171.
  • Koutsouflakis, G. (2020). “The transportation of amphorae, tableware, and foodstuffs in the Middle and Late Byzantine period: The evidence from Aegean shipwrecks,” in S.Y. Waksman (ed.), Multidisciplinary Approaches to Food and Foodways in the Medieval Eastern Mediterranean, Archéologie(s) 4, Lyon, pp. 447–481.
  • Papanikola-Bakirtzi, D. (1999). Byzantine Glazed Ceramics: The Art of Sgraffito, Athens.
  • Parker, A.J. (1992). Ancient Shipwrecks of the Mediterranean and the Roman Provinces, BAR International Series 580, Oxford.
  • Throckmorton, P. (1971). “Exploration of a Byzantine wreck at Pelagos Island near Alonissos,” Athens Annals of Archaeology 4 (1971), pp. 183–185.

‘Αγιος Πέτρος (Κυρά Παναγιά),
ένα σημαντικό βυζαντινό ναυάγιο

Επίσκεψη

Σας ενημερώνουμε ότι το ναυάγιο του Αγίου Πέτρου (Κυράς Παναγιάς) δεν είναι ακόμη προσβάσιμο για επισκέψεις από το κοινό. Για να ενημερωθείτε άμεσα μόλις καταστεί δυνατή η επίσκεψη, μπορείτε να εγγραφείτε στο ενημερωτικό μας newsletter μέσω της ιστοσελίδας μας.

Διαδικασία
επίσκεψης

Οι ΕΕΑΧ είναι επισκέψιμοι από αυτοδύτες ή ελεύθερους δύτες οι οποίοι ακολουθούν καθοδηγούμενη…

Διαβάστε περισσότερα

Πληροφορίες Για Επισκέπτες

Οι επισκέψεις στους ΕΕΑΧ, βάσει των κανονισμών λειτουργίας που έχουν εκδοθεί…

Διαβάστε περισσότερα

Πληροφορίες Για Καταδυτικά Κέντρα

Οι πάροχοι καταδυτικών υπηρεσιών αναψυχής πρέπει να διαθέτουν συνοδούς κατάδυσης…

Διαβάστε περισσότερα